- κλήαρανς
- ιατρ. ο όγκος τού πλάσματος ο οποίος περιέχει την ποσότητα μιας ουσίας που απομακρύνεται από τους νεφρούς, μέσω τών ούρων, στη διάρκεια ενός λεπτού και η διαδικασία εξεύρεσης τού οποίου συνιστά την αντίστοιχη δοκιμασία εκτίμησης τής νεφρικής λειτουργίας, αλλ. πλασματοκάθαρση.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. clearance (< clear «καθαρίζω, εκκαθαρίζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.